- κοντώσιν
- κοντώσιν και κοντύσιν, τὸ (Μ)κοντό ξύλο και κυρίως το κοντύτερο από τα δύο ξύλα τού σταυρού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο απρμφ. μέλλ. *κοντώσειν ενός αμάρτυρου ρ. *κοντόω / -ῶ (< κοντός). Την υπόθεση αυτή ενισχύει η ύπαρξη τών κόντωσις* και κοντωτός*, που μπορούν να θεωρηθούν παρ. τού ίδιου αμάρτυρου ρ.].
Dictionary of Greek. 2013.